- ὁμολογήσῃ
- признаетпризнаёт
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὁμολογήση — ὁμολόγησις confession fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογήσῃ — ὁμολογήσηι , ὁμολόγησις confession fem dat sg (epic) ὁμολογέω to be aor subj mid 2nd sg ὁμολογέω to be aor subj act 3rd sg ὁμολογέω to be fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογήσηι — ὁμολόγησις confession fem dat sg (epic) ὁμολογήσῃ , ὁμολογέω to be aor subj mid 2nd sg ὁμολογήσῃ , ὁμολογέω to be aor subj act 3rd sg ὁμολογήσῃ , ὁμολογέω to be fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομολόγηση — η, Ν [προσομολογῶ] 1. η πρόσθετη ομολόγηση, η ανανέωση ομολογίας 2. (νομ.) α) ανάληψη οφειλής από τρίτον χωρίς να είναι απαραίτητη η συγκατάθεση τού οφειλέτη β) (βυζ. και ρωμ. δίκ.) μορφή ανανέωσης τής ενοχής … Dictionary of Greek